εσχαρώνω

εσχαρώνω
(Α ἐσχαρῶ, -όω) [εσχάρα]
1. (για αλοιφές) σχηματίζω εσχάρα, κν, κακάδι, σε έλκος ή τραύμα, τό επουλώνω
2. παθ. εσχαρούμαι
(για έλκη ή πληγές) επουλώνομαι, αποκτώ εσχάρα, κλείνω
νεοελλ.
αρχίζω την ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω στα εσχάρια
αρχ.
1. πληγιάζω, προξενώ έλκος
2. είμαι καυστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκαρώνω — και εσχαρώνω Ν [σκαρί / εσχάριο] 1. (ναυπ.) αρχίζω τη ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω στα εσχάρια, βάζω πλοίο στα σκαριά 2. σχεδιάζω κάτι ή έχω υπό εκτέλεση ένα έργο 3. φρ. α) «μού σκάρωσαν μια δουλειά» επινόησαν κάτι σε βάρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”